ᾠδικοῦ

ᾠδικοῦ
ᾠδικός
musical
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αστέρας — ο (AM ἀστήρ, έρος) 1. αυτόφωτο ουράνιο σώμα, άστρο 2. έξοχος, υπέροχος («αστέρες του κινηματογράφου» «φανερώτατον ἀστέρ Ἀθήνας», για τον Ιππόλυτο Ευρ.) νεοελλ. 1. το άστρο της αυγής, ο αυγερινός 2. κόσμημα ή παράσημο σε σχήμα άστρου μσν. νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • βούταλις — ( ιος), η (Α) ονομασία νυχτερινού ωδικού πτηνού …   Dictionary of Greek

  • βρένθος — βρένθος, ο (Α) 1. ονομασία μεγαλοπρεπούς θαλάσσιου πτηνού 2. είδος ωδικού πτηνού 3. αλαζονικός τρόπος, υπεροψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βρένθος, βρενθύομαι αποτελούν λέξεις άγνωστης ετυμολογίας, ενώ ανερμήνευτη παραμένει η μεταξύ τους ακριβής σχέση. Η… …   Dictionary of Greek

  • καρδερίνα — η κοινή ονομασία τού ωδικού στρουθιόμορφου πτηνού τού είδους Carduelis carduelis τής οικογένειας Fringillidae, αλλ. γαρδέλ(λ)ι ή καρδέλ(λ)ι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cardellino] …   Dictionary of Greek

  • καρδινάλιος — I (Cardinalis). Στρουθιόμορφα πτηνά της οικογένειας των σπιζιδών, ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής. Έχουν ένα χαρακτηριστικό λοφίο στο κεφάλι και κόκκινο φτέρωμα – τουλάχιστον σε ορισμένα τμήματα. Τυπικός εκπρόσωπος της ποικιλόμορφης αυτής ομάδας… …   Dictionary of Greek

  • κυάνουρος — ο ζωολ. λόγια ονομασία τού ωδικού πτηνού Tarsiger cyanurus τής οικογένειας turdidae ή muscicapidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cyanurus < cyan(o) (< κύανος) + urus (< ουρά)] …   Dictionary of Greek

  • μαγιοπούλι — το είδος μικρού ωδικού πτηνού …   Dictionary of Greek

  • πετροκότσυφας — και πετροκόσσυφος, ο, Ν κοινή ονομασία τού στρουθιόμορφου ωδικού πτηνού Μonticola saxatilis. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κότσυφας / κόσσυφος] …   Dictionary of Greek

  • πυκνόνωτος — (pycnonotus). Γένος μικρών ωδικών πτηνών, από την οικογένεια των πυκνονωτιδών. Έχουν μαλακό φτέρωμα, σε πράσινο ή καστανό χρώμα, και ζουν στα ορεινά δάση, όπου τρέφονται με έντομα. Χαρακτηριστικός τύπος πυκνόνωτου, μικρού ωδικού πτηνού του… …   Dictionary of Greek

  • συκαλλίδα — η / συκαλλίς, ίδος, ΝΑ, και συκαλίς Α είδος μικρού ωδικού πτηνού, ο ορίολος ή συκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + υποκορ. κατάλ. αλ(λ)ίς (πρβλ. πυρ αλ[λ]ίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”